- πανδορκία
- ἡ, Μτο να βλέπει κανείς τα πάντα, το να είναι πανόπτης, παντεπόπτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν*- + -δορκία (< δέρκομαι «βλέπω» πρβλ. δέδορκα), πρβλ. οξυ-δορκία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek